- ξαναπαθαίνω
- 1. παθαίνω κάτι ξανά, υφίσταμαι κάτι πάλι2. αρρωσταίνω πάλι3. φρ. «δεν τήν ξαναπαθαίνω» — δεν θα ξαναπέσω στο ίδιο λάθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφαιμορραγώ — ἐφαιμορραγῶ, έω (Α) αιμορραγώ για δεύτερη φορά, ξαναπαθαίνω αιμορραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱμο ρραγῶ] … Dictionary of Greek